Saturday, December 31, 2005

Κάτι για σένα

Το όνομά σου σημαίνει κλέος,όμως εσύ δεν ήσουν προορισμένη γι'αυτό,το έβλεπα στο βλέμμα σου.Μάτια γκρίζα,όχι μόνο στο χρώμα αλλά και στην έκφραση.
Πάνε χρόνια τώρα,σε ένα μικρό κουτούκι στο Μεσολόγγι,μεγάλη παρέα με τα αναπόφευκτα πηγαδάκια της,τσακωμοί και συνευρέσεις,ένα τραγούδι ακούγεται:"που να γυρνάς,που να γυρνάς και που τις ώρες σου περνάς".Σε γεμάτα clubs,σε άδεια μπαλκόνια,σε παραλίες,σαν όνειρο στο κύμα,στην Αναφωνήτρια και τον Ταξιάρχη,σε πλατείες και στους δρόμους με συντρόφους
οικοδόμους,φοιτητές.
Ρουφηξιές αργές,σαν την ανάσα ενός ανθρώπου που μιλάει μόνος του τα βράδυα,τα αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς το μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσει,η ποίηση γράφεται από άρρωστα χέρια,έλεγα εγώ,εσύ δεν έλεγες τίποτα.
Ξαναβρεθήκαμε.Στον πέμπτο όροφο του νοσοκομείου είχα αφήσει τα λουλούδια,το στομάχι μου σφιγμένο,οι καρποί σου ραμμένοι,εγώ δεν έλεγα τίποτα,πήρε ο καθένας το δρόμο του,χαθήκαμε.

Για σένα,λοιπόν,που γυρίζεις συνέχεια πίσω και φανερώνεις την απουσία σου,θα 'θελα να διάβαζες αυτή την αφιέρωση και να χαμογελούσες.

Καλή σου ώρα,όπου και αν βρίσκεσαι.

Saturday, December 24, 2005

Να τα πούμε;

I'm clicking your fingers for a gothic twilight
that actually existed just in your head
your fingernails painted black
or bloodred
I forget

And your fake leather volumes
jabbering on hell
manifest decadence was what you hoped to exhail
your eyes tried so hard to glitter

A star-snuffing black
so you opened your books
and you opened your legs
and so opened your heart
and let in the badness
you claimed
as your friend
with un-angels hovering
like flies around the orchard
that had covered your soul
their empire increasing
and your country
deserted by yourself

The bells of St.Mary call us to remember
that life is with end
and the gestures can kill us
moreover destroy
and there is one judgement only

Your letters came daily
in French or in German
but they meant to me nothing
I caught the slow cords
and dry ice fogging your mind
I see all too clearly now
why you could be discarded
and though I could pray for you
I probably shan't
having had my cup filled up
with your lies
and your make-up
You were nothing
thinking you 're something

And nonetheless I still write
this gothic love song
A sign to my self
and the memory of my past
I still write this gothic lovesong
A sign to my self
and the memory of my past

and a way to shut out your face.

(CURRENT 93-A gothic lovesong).

Πιάνω συνέχεια τον εαυτό μου αυτές τις μέρες να φέρνει στα χείλη μελωδίες και στίχους όπως οι προηγούμενοι,εν είδει καλάντων.
Ας βρεθεί επιτέλους μια πόρτα κλειστή και μια φωνή από πίσω της
να ακουστεί:Tα 'πανε,τα 'πανε.

Ακρυλικά απογεύματα

Καθώς επέστρεφα στο σπίτι μου νωρίς το απόγευμα συνάντησα τυχαία μια παλιά γνωστή,συμμαθήτρια μου από το σχολείο.
-"Χριστίνα";τη φώναξα διστακτικά βλέποντας την να σέρνει ένα καρότσι μωρού ενώ στο δεξί της χέρι κρεμόταν ένα κοριτσάκι.
Φοβόμουν ότι δε θα με γνωρίσει,ο χρόνος μου προσέθεσε κιλά και μου αφαίρεσε μαλλιά.Ξαφνιασμένη γύρισε προς το μέρος μου,όταν με είδε χαμογέλασε με οικειότητα.
-Τι κάνεις,πάνε τόσα χρόνια που δεν έχουμε βρεθεί,τους έχω χάσει όλους από τότε, δεν έχω κρατήσει επαφή ,βλέπεις.Οικογενειακές υποχρεώσεις,μπλεξίματα,προβλήματα,ξέρεις!
Ναι,ξέρω, είπα ασυναίσθητα,ανάθεμα και αν ήξερα,εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα καν να διανοηθώ πως αυτό το petite,mignonne κορίτσι ήταν μητέρα δύο παιδιών.
Δεν ήξερα ότι παντρεύτηκες, είπα κάπως αμήχανα,ζητώντας στη συνέχεια να μάθω λεπτομέρειες.
-Με τον άντρα μου,το Δημήτρη,μάλλον δεν τον ξέρεις,μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά.Κάποια στιγμή τα 'φερε έτσι η ζωή και αποφασίσαμε να παντρευτούμε."Μάλιστα",σκέφτηκα ,θαυμάζοντας τη λακωνική αλλά ουσιαστική αφήγησή της.
Η μικρή έχει τα μάτια σου,της είπα,κοιτάζοντας το wannabe Δημοσθένης Ταμπάκος κοριτσάκι που με παρατηρούσε αμίλητο με ύφος σερίφη του αμερικανικού νότου που συλλαμβάνει μαύρο ,ο οποίος τυγχάνει να είναι κομμουνιστής και ομοφυλόφιλος.
"Εσύ τι έκανες,παντρεύτηκες";η φωνή της Χριστίνας ήρθε να με αποσπάσει από τους γελοίους συνειρμούς μου και να με βάλει σε δύσκολη,πραγματικά,θέση.Πιο άνετα θα απαντούσα σε ερωτήσεις των αιμοδιψών ανακριτών της φωσκολικής Μόρντορ,μπροστά στους οποίους,ακόμα και ο δικαστής Ντρεντ μοιάζει με σχολειαρόπαιδο,παρά σ'αυτό.Προσπάθησα να δώσω μια απάντηση,κάτι οι σπουδές,κάτι η άσχημη οικονομική κατάσταση...Μου χάρισε ένα τρυφερό βλέμμα,σαν να κατανοούσε και ψιθύρισε:Μην ανησυχείς,θα τη βρεις μια μέρα την αγάπη,αρκεί να ελπίζεις σ'αυτήν και να την αναζητάς.
Ανταλλάξαμε ευχές για τις γιορτές και χωρίσαμε.Τους είδα να απομακρύνονται αργά,το μικρό κορίτσι γύρισε και με κοίταξε.Μου φάνηκε οτι χαμογέλασε,σήκωσα τα μάτια μου ψηλά,ο ουρανός ήταν άσπρος σα γάλα.

Monday, December 19, 2005

Όλα είναι δρόμος

Ο οποίος,αντίθετα με τους ανθρώπους,δείχνει πιο σκοτεινός και αφιλόξενος όταν τον αγκαλιάζεις ,όταν το βλέμμα σου απέχει μόλις λίγα εκατοστά απ'αυτόν.Δε ξέρω πως συνέβη,δεν έφταιγε το ποτό,ήταν η θλίψη μου,η όχι και τόσο ακαθόριστη αυτή τη φορά,που με προκάλεσε να μπω με αυτό το τρόπο στη στροφή.Οι αμυχές στο πόδι μου με καίνε,κάτι ζεστό κυλάει στο χέρι μου,δεν είναι όμως αυτά που μου προκαλούν πόνο,αλλά το μουγκρητό της μηχανής που την αισθάνομαι σα να βαριανασαίνει ,πεσμένη δίπλα μου.Στην άσφαλτο χύνεται ένα πορτοκαλί φως που αναβοσβήνει μονότονα,αποτελώντας παραφωνία στον εορταστικό τόνο που δίνουν τα πολύχρωμα φωτάκια των μπαλκονιών που στέκουν από πάνω μου.Ο χρόνος έχει ακινητοποιηθεί,δεν κυλά πια,ίσως μόνο προς τα πίσω,είμαι ένα μικρό παιδί με μπλε ποδήλατο και ματωμένα γόνατα,χωρίς επίγνωση του κινδύνου,χωρίς ποτέ να ακούω τη μάνα μου να μου φωνάζει-"θα σκοτωθείς,βρε χαμένο".Τώρα κείμαι μεσοστρατίς,μόνος μου,ακόμα και η θλίψη μου με εγκατέλειψε,τη στιγμή που τη χρειαζόμουν όσο τίποτε άλλο,για να οικτίρω τον εαυτό μου.Παράξενη ησυχία, ο ήχος της ρόδας που συνεχίζει να γυρίζει,ο δρόμος άδειος,νιώθω το άγγιγμα του πιο ψυχρό.Ξημερώνει.